ἐπιβουλεύοντα

ἐπιβουλεύοντα
ἐπιβουλεύω
plot
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἐπιβουλεύω
plot
pres part act masc acc sg
ἐπιβουλεύω
plot
pres part act neut nom/voc/acc pl
ἐπιβουλεύω
plot
pres part act masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιβουλεύοντ' — ἐπιβουλεύοντα , ἐπιβουλεύω plot pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπιβουλεύοντα , ἐπιβουλεύω plot pres part act masc acc sg ἐπιβουλεύοντα , ἐπιβουλεύω plot pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπιβουλεύοντα , ἐπιβουλεύω plot pres part act masc acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… …   Dictionary of Greek

  • μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”